Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Καφέ σκούρο Ι


Ο παππούς γδέρνει τα εγγόνια
ζωντανά στο στρώμα
κι ο γείτονας παρατηρεί
μ’ υπομονή·

κάτω απ’ το φως του καυτού ήλιου
ο νιος καρατομεί ένα σκύλο
η άμμος ρουφάει το αίμα
σαν της λήθης το σφουγγάρι·

κλείν’ η γυναίκα το βιβλίο στα πόδια της
σηκώνεται
και τ’ ακουμπά στο κομμοδίνο
προσεκτικά, παρέα με το σημείωμα
σκίζει τη φούστα της λωρίδες
και στο σκαμπό παραπατά
για τελευταία της φορά.

Στην απεραντωσύνη της σιωπής
στα βάθη της γαλήνης
ο άνθρωπος κυρίαρχος
στο κουρασμένο σύμπαν
ψάχνει τον αδερφό του
να σκοτώσει.

Γυρνάω το χέρι μου ’σα μπρος
και λαγγεμένος πίσω
ο φόβος μου σκληρή μορφή
να πάρω μέσ’ στα χέρια μου
να πλάσω, να ραγίσω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου