Δευτέρα 4 Ιουλίου 2011

Ενενηνταεφτά Ι

Η Λίσα ήταν μητέρα με άνδρα νησιώτη και γιο Έλληνα. Έγινε για μένα βράχος μια εποχή που έχανα την πέτρα κάτω απτα πόδια μου, μάτωνα στο χαλίκι, τρόμαζα στο παρκέ κι έλιωνα τις άβολες αρβύλες στα κράσπεδα. Ήταν η εποχή των διασυρμών, δεν το ’σωζα πια, δε με κρατούσε τίποτα κι όλα τα άρπαζα με λύσσα, με παράπονο πικρό. Πάλευα να κρατηθώ σε όσες λιγότερες διαστάσεις μπορούσα, εκεί που αυτές μεγάλωναν κι άλλαζαν οι προοπτικές τους για το τίποτα. Χωρίς τίποτα, μόνο απόγνωση που ήθελα να φύγει και να μην αφήσει ούτε τη γνώση πίσω, ούτε αυτή πια δεν έφτανε, δε με παρηγορούσε.
      Ζητούσα τη γεύση της γυναίκας, την ευεργετική δύναμη της ζωής. Την καλούσα μυστικά να με σώσει για άλλη μια φορά. Η ευγένεια του φθινοπώρου ήταν η Λίσα. Τριανταεξάρα με τα γλυκά ’60s να ’χουν αφήσει λάμψη πάνω της αν και δεν τα ’ζησε ποτέ. Δεν τα πρόλαβε. Ήταν μικρή κι έπρεπε λίγο να μεγαλώσει, να κάτσει κάτω, χαμά κι ανάσκελα στα πάρκα της Νέας Υόρκης, στα τρίπικα χίππικα γρασίδια που χαράξαν την εφηβεία της, την μόνη εποχή που θυμόταν ακόμη καθαρά. Μου το ’δωσε να το καταλάβω. Δεν ήταν η αισιοδοξία που με περιέβαλλε, ούτε η αγκαλιά της. Δεν ήταν τα πόδια της μήτε η ζέστη μου στη μυρωδιά της. Δεν ξέρω τι ήταν, πάντως καθότι ορφανός από κάθε ησυχία, κάθε ανακούφιση, το ρούφηξα.
      Η πρώτη μας φορά ήρθε σαν βρεθήκαμε μακρυά από τους γύρω σ’ ένα σπίτι κοινών φίλων στον Κορυδαλλό. Τα κρυφά μας τα ζητήματα μας άνοιξαν τα μάτια και των δυο. Μας ένωσαν οι πόνοι κι η περηφάνεια που τους συνοδεύει. Μου χάλκεψε τ’ αυτιά η μαγική της ριξιά στα χαρτιά, η ομορφιά που είδα να φεύγει πίσω από τις ενέργειες στο μέσα το δωμάτιο. Έβγαζε χαρμάνα η κοπέλλα μα έλαμπε σαν το χρυσάφι των ωκεανών κι ήμουν παραλής και ρέστος, κουμπωμένος και ξεκούμπωτος, φοβισμένος ως το τελευταίο κουμπί.
      Μου ’ριξε τα χαρτιά των χαρτιών, ένευσε με τη γλώσσα της κάτι στα χείλια τα δικά μου, κάτι στις φωτογραφίες του παππού στον τοίχο. Μου ’μελλε ο έρωτας μαζί της. Δε μου το ’πε αλλά μου ’μελλε. Κι όπως ξέρεις, τα μελλούμενα και τα μέλια είναι για μένα η λαχτάρα και το βάσανο, η σκέψη και το απόκρυφο, ο σκοπός που δεν απάντησα ποτέ, παρά μόνο σαν με ρωτήσανε. Κι ήμουν εκεί, πάντα εκεί να περιμένω να με ρωτήσεις.
      Όταν ήρθε η Λίσα σπίτι μου να το εξαγνίσει απ’ τις κακές δυνάμεις, δεν τις βρήκε εκεί. Βρήκε τον Παύλο αγχωμένο, φιλοδεσπότη οικοδεσπότη, ανήσυχο και γοερό, απροετοίμαστο κι ανυποψίαστο, άρα έτοιμο. Η Λίσα είχε δύο πρόσωπα πάντα. Το δεύτερο ήταν το θεραπευτικό της, η άχρονη μητριά με τα ροζιασμένα χέρια. Τότε, σκάβαν τα μάτια της χαρακιές στο φως της λάμπας και τα δόντια της χόρευαν μπρος στους χρησμούς της. Καθόμουν γλαφυρό παιδί στα γόνατά της κι άκουγα και ρωτούσα κι έκανα πως δεν άκουγα και βάζαμε Alice in chains στο κασσετόφωνο. Οι μπότες της Λίσας ήταν μες στο φίδι καμωμένες. Όταν τις έβγαζε, έβγαζα κι εγώ τα προφυλακτικά απ’ το κουτί τους. Πέφταμε στο κρεββάτι χωρίς κίνδυνο, αγκαλιαζόμασταν στα ίδια επίπεδα, μα εμένα η ματιά μου εφεύρισκε νέα κι η βιβλιοθήκη άλλαζε διαστάσεις κι εγώ φοβόμουνα για τις δικές μου υποστάσεις. Με καθησύχαζε. Μ’ έλεγε έμπειρο στο σεξ μα κάτι να το κάνω αυτό δεν μ’ άφηνε. Έχυνα γρήγορα μέσα της και μέσα στην καπότα. Δεν ήταν τίποτα, η μούρη και τα λόγια της, δεν ήταν το κρεββάτι της. Δεν ήταν τίποτα μα αυτό ήταν όλο. Ήμουν ασφαλής.
      Σαν έμπαινα μες στους γειτόνους κι όλα σκοτεινιάζανε, σα σφούγγιζα κάτω το μπανάκι με μανία, σαν έβλεπα τους τοίχους ν’ απειλούν και να θεριεύουν, σαν πήγαινα μπρος-πίσω με σπασμούς και αγωνία, σαν έτρεχα –ο βολβός του σκοταδιού ανάμεσα στα φωτεινά παπάκια της Πατησίων– ήταν εκεί, πάντα εκεί, η αφορμή ήταν το κρεββάτι μα η αγάπη ήταν άλλη. Ευτυχώς. Τώρα το ξέρω, ευτυχώς που γλύκαινε το στόμα μου η μπύρα της. Είχα κάποιονε να ζητιανέψω τα πάντα και να μην το νοιώθω έτσι. Να μ’ αγαπήσει λίγο, να ρίξει βλέφαρα και χέρια στην έρημο που αισθανόμουν και δεν αντεχόταν νύχτα-μέρα. Η Λίσα ξερνούσε ομορφιές κι εγώ δεν την απόπαιρνα.

Πήραμε μια φορά το δρόμο για το δάσος της χτικιάς, εκεί που είχα αφήσει κλάματα παλιά να μπολιάσουνε τα δένδρα της Ινδίας. Εκεί που με σήκων’ η Εγγλέζα απ’ το πάτωμα κι εγώ ορθωνόμουν δύστυχος, παρατηρητής, αφημένος στον αγώνα μου με τα φίδια. Τα ’βγαζα ένα-ένα απ το στόμα σα σπαθιά. Οι κόμποι στο λαιμό κι η βάση τριχωτή μέσ’ στο στομάχι, ασταμάτητο, ταξίδι αλύπητο, πονεμένο, θανατερό. Ο θρήνος είχε κάνει δυο μερόνυχτα να φύγει.
      Είχα μιλήσει κι είχα ακούσει να μου μιλάνε φίλοι παλιοί, μικροί στην ηλικία και στην ψυχή μα καθαροί απ’ τον ιό, αμόλυντοι απ' την ευπρέπεια και την απρέπεια, άσχετοι. Απλά καλοδιάθετοι, αγόρια μικρά άρα γλυκά, αποκούμπι για μένα που μεγάλωνα με αποστροφή, με συστολή, με φόβο. Είχαν αλλάξει τα πράγματα. Γύρναγα αγνός και μολυνόμουνα, βρώμιζα κι ήμουνα θεός, κατρακυλούσα στα πλακάκια κι έβγαινα μπρος στο χώμα να κοιτάω ορίζοντες, νέφη του πρωινού, ήλιους του μεσημεριού, βαριές κοιλάδες κι ασυνάρτητες παρέες, μυρμηγκιασμένες απ’ τα ψυχεδελικά και ακοινώνητες.
      Ο καπνός κολυμπούσε μέσα στο δωμάτιο. Τα πανώ είχαν ξεχαστεί, δεν υπήρχε πια κανείς να τα κρεμάσει, κανείς να τα ζητάει κρεμασμένα, σαν να ’χε φύγει κι η τελευταία ευκαιρία να δούμε πίσω απ’ αυτά ανατολή. Είχαμε δύση βροχερή και παρούσα, ταβέρνα και φιλότιμο, φαρμακείο στο κρύο και στ’ αγιάζι της Ελλάδας, χωρίς να αναπολούμε και χωρίς να νοιαζόμαστε πολύ. Είχαμε αποκαλυφθεί κι ήμασταν σκούροι και στεγνοί. Δε μιλούσαμε πια μεταξύ μας. Είχαμε ένα μυστικό που μοιραζόμασταν κι αυτό δεν ήθελε να βγει. Ήμασταν κουρασμένοι κι από κάτω μας το φως και η βροχή ήτανε λόγια που κι αυτά τα παρακάμψαμε. Ξεχάσαμε από πού ήρθαμε, ξεχάσαμε και να φύγουμε. Ζούσαμε το τέλμα στο βουνό.
      Ξαναπήραμε –που λες– αυτό το δρόμο με τη Λίσα. Είχε περάσει κοντά ενάμισης χρόνος από τότε. Πήδαγα φόβους με το ροκ, απέκρουα τις σκέψεις μου κι άφηνα τρεμουλιαστά χαχανητά στη διαδρομή. Φτάσαμε βράδυ στα χωριά, ψάχναμε ένα δρόμο που ήξερα μα δε θυμόμουν πια. Γυρίσαμε, γυρίσαμε, χαθήκαμε. Η Λίσα κρατούσε τον αέρα της δασκάλας και την ανεμελιά της μαθήτριας. Μαζί. Κρατούσε το τιμόνι και κατέβαζε έκσταση στις ταχύτητες. Την προειδοποίησα. Ήταν αμάθητη σ’ αυτές τις εποχές, μια χρονοταξιδιάρα ξένη και σίγουρη για τον εαυτό της. Στην πορεία της βραδιάς της ήρθαν όλα ανάποδα.
      Της κράτησα το χέρι για να βγει από το αμάξι. Ήταν πρωί και το ποτάμι κυλούσε χωρίς ήχο, χωρίς ζώα. Ήταν σκληρές οι πέτρες και παντού γύρω γυρνούσαν κορίτσια τριπαρισμένα στην απόγνωση. Είχαν χαθεί μέσα στη μουσική κι είχαν τιμωρηθεί για την αφέλειά τους να πιστεύουν πως μπορούσαν να το σκάσουν. Η Λίσα μίλησε σε ένα, το πήρε αγκαλιά, το καλημέρισε. Το άφησε. Έπρεπε να φροντίσει τον εαυτό της μα δεν μπορούσε. Χώθηκε στο αμάξι κι έπεσε σε υποχρεωτικό λήθαργο. Μαζί μου.
      Χάσαμε τη βραδιά και το πάρτυ. Βγάλαμε το αυτοκίνητο απ’ το χαντάκι με πολλά νεύρα και ασυννενοησία. Η έκσταση κει στο βορρά γινόταν πάντα λύπη και κλάμα μέσα σου για αυτό που λείπει. Κανείς δε γλύτωνε. Έκανε κρύο μέσ’ στο αμάξι το ξημέρωμα. Αγκαλιαστήκαμε και παγώσαμε ο ένας τον άλλο. Ακούστηκαν τα πρώτα λόγια της αλήθειας. Ήτανε πίκρα και καημός, τ’ αυτιά της άκουγαν αυτά που ήταν κι εγώ να ακούσω κι εγώ πριν απ’ αυτή τα άκουγα μέσα μου μονάχα. Τα ίδια λόγια. Ο ίδιος καημός.
      Σαν έμαθα τα οικογενειακά της γλύστρησε η ρόδινη δαντέλλα από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου. Ανοίξαμε το πορτ-μπαγκάζ. Καθόμασταν κι ατενίζαμε τα δένδρα, μιλούσαμε σοβαρά. Χαιρετήσαμε το Γιώργο που ήρθε με φλέβες πλυμένες, πεταμένες στους κροτάφους. Η φωνή του ήταν αβέβαια και συνηθισμένη. Γυρίσαμε στις πόρτες και στα τρυπημένα καθίσματα. Είχε σκουπίδια παντού: κουβέρτες, γόπες, παλιές μπύρες, παλιές ελπίδες που ξυνίζαν αισθητά πια. Μύριζε κάτι σπάνιο όταν βάλαμε μπροστά. Βυθίσαμε τις ρόδες στο νερό κι ανεβήκαμε το δρόμο της επιστροφής. Το ποτάμι. Ορκίστηκα μέσα μου πως δε θα το ξαναδιάβαινα. Σκιούρια τρέχαν στις πλαγιές και συμφωνούσαν. Ο ήλιος άπλωσε μπροστά μας το τοπίο· με το γκρουν-γκουν βγήκαμε από την οροσειρά στην πεδιάδα.
      Τα βούρλα ήταν κι εκείνο το πρωί καμμένα. Ο κόσμος κι η οχλοβοή γέμιζαν τις καφετέριες by-the-sea. Ελληνικούρα και σορτσάκι, μπαμπάδες και παιδιά, χοντρογυναίκες με κιτσάτα πατωμπούκαλα, όλοι ανακατωμένοι σ ένα λαβύρινθο του λούνα-παρκ. Σ’ όλη τη διαδρομή κοιτούσα τα σύννεφα για να διαβάσω τη διάθεση της Λίσας. Τα ευοίωνα μαζί και τα δυσοίωνα ήταν όλα σχήματα και μορφές, η αμφιθυμία σχημάτιζε θεούς, κούκλες και αλογάκια πάνω από τις κορφές. Ήμουν συνοδηγός σε μια παράξενη διαδρομή, τώρα εγώ ήμουν αυτός που στήριζε και παρηγορούσε. Είχαμε αλλάξει ρόλους.
      Παραγγείλαμε φραππέ και σάντουϊτς. Το δάσος ήταν ακόμα μέσα στο κοινό μας κεφάλι. Η θάλασσα αργόπαιζε κει δίπλα, στην πραγματικότητα που δεν είχαμε καλά-καλά τα κότσια να γευθούμε. Απορροφηθήκαμε από τις έγνοιες και για πρώτη φορά στην παρέα μας κρυφομπήκε η καθημερινότητα...

Οι μέρες κι οι βδομάδες πέρασαν. Η χαμηλή μου αυτοεκτίμηση υψωνόταν πίσω από τα βουνά, βάθαινε μέσ’ στα νερά και στην ανάγκη. Πήρα πάλι τους δρόμους του λεκανοπεδίου γυρεύοντας απαντήσεις σε ερωτήσεις που κανείς ποτέ δεν μου έθεσε. Ορμώμενος από αντιθέσεις γύρισα την πλάτη στη Λίσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου